Κυπαρισσίας

Κυπαρισσίας
Κυπαρισσίᾱς , Κυπαρίσσιαι
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυπαρισσίας — Κυπαρισσίας, ὁ (Α) [κυπάρισσος] 1. το ποώδες ετήσιο φυτό ευφόρβιο 2. είδος κομήτη …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσίας — κυπαρισσίᾱς , κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc acc pl κυπαρισσίᾱς , κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπαρισσίας, δήμος — Δήμος (8.648 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αρμενίων, Βρυσών, Μουριατάδας, Μύρου, Ξηροκάμπου, Περδικονερίου, Ραχών, Σπηλιάς,… …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσιέων — κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσία — κυπαρισσίᾱ , κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc nom/voc/acc dual κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc voc sg κυπαρισσίᾱ , κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc voc sg (attic) κυπαρισσίᾱ , κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβούνι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βυτίνας. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”